- ελπιδοδώτης
- ἐλπιδοδώτης, ο (Α)αυτός που δίνει ἡ δημιουργεί ελπίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλπιδοδῶται — ἐλπιδοδώτης giver of hope masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιδοδώτην — ἐλπιδοδώτης giver of hope masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)